Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

μυδαίνω

From LSJ
Revision as of 12:00, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (26)

θάνατος οὐθὲν πρὸς ἡμᾶς, ἐπειδήπερ ὅταν μὲν ἡμεῖς ὦμεν, ὁ θάνατος οὐ πάρεστιν, ὅταν δὲ ὁ θάνατος παρῇ, τόθ' ἡμεῖς οὐκ ἐσμέν. → Death is nothing to us, since when we are, death has not come, and when death has come, we are not.

Epicurus, Letter to Menoeceus
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μῡδαίνω Medium diacritics: μυδαίνω Low diacritics: μυδαίνω Capitals: ΜΥΔΑΙΝΩ
Transliteration A: mydaínō Transliteration B: mydainō Transliteration C: mydaino Beta Code: mudai/nw

English (LSJ)

(μύδος A)

   A wet, soak, φάρμακα μυδήνας A.R.3.1247, cf. 1042, Lyc. 1008; also, = σήπω, Hsch. [ῠ in διαμυδαίνω.]

German (Pape)

[Seite 213] befeuchten, benetzen, durchwässern; Ap. Rh. 3, 1042. 1247; Lycophr. 1008; auch = durch Nässe verfaulen lassen, σήπω, Hesych.

Greek (Liddell-Scott)

μῡδαίνω: (μύδος) διαβρέχω, ὑγραίνω, Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 1042, Λυκόφρ. 1008· ὡσαύτως = σήπω, Ἡσύχ.

Greek Monolingual

μυδαίνω (Α)
1. υγραίνω, μουσκεύω
2. (κατά τον Ησύχ.) «σήπω».
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. μυδ- του μυδῶ «είμαι μούσκεμα» με μεταβατική σημ. κατά τα ρ. σε -αίνω].