μύρσος

From LSJ
Revision as of 12:01, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (26)

Ἑκὼν σεαυτὸν τῇ Κλωθοῖ συνεπιδίδου παρέχων συννῆσαι οἷστισί ποτε πράγμασι βούλεται. Πᾶν ἐφήμερον, καὶ τὸ μνημονεῦον καὶ τὸ μνημονευόμενον → Be willing to give yourself up to Clotho, letting her spin to whatever ends she pleases. All is ephemeralboth memory and the object of memory (Marcus Aurelius 4.34f.)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μύρσος Medium diacritics: μύρσος Low diacritics: μύρσος Capitals: ΜΥΡΣΟΣ
Transliteration A: mýrsos Transliteration B: myrsos Transliteration C: myrsos Beta Code: mu/rsos

English (LSJ)

ὁ,

   A basket, μ. ὠτώεντα Call.Fr.anon.102, cf. Hsch.

German (Pape)

[Seite 222] ein Korb, poet. bei E. M. 595, 33.

Greek (Liddell-Scott)

μύρσος: «κόφινος ὦτα ἔχων, ὃς καὶ ἄρριχος» Ἡσύχ.˙ μ. ὠτώεντα Ποιητ. ἐν τῷ Μεγ. Ἐτυμολ. 595. 34. (Συγγενὲς τῷ ὑρισσός, ὑρίσκος, ἴδε ἐν λ. ὑριχὸς καὶ πρβλ. Μμ. ΙΙ. 5).

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
corbeille à deux anses.
Étymologie: DELG orig. inconnue.

Greek Monolingual

μύρσος, ὁ (Α)
(κατά τον Ησύχ.) «κόφινος ὦτα ἔχων, ὃς καὶ ἄρριχος».
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Οι απόψεις ότι η λ. συνδέεται με τα μάραθον, μόργος δεν θεωρούνται πιθανές. Εξίσου απίθανη θεωρείται και η άποψη ότι πρόκειται για δάνεια λ.].