νησσοκτόνος
From LSJ
τὸν θάνατον τί φοβεῖσθε, τὸν ἡσυχίης γενετῆρα, τὸν παύοντα νόσους καὶ πενίης ὀδύνας → why fear ye death, the parent of repose, who numbs the sense of penury and pain
Greek (Liddell-Scott)
νησσοκτόνος: ἢ νηττοκτόνος, ον, ὁ κτείνων, φονεύων νήσσας, νηττοκτόνος κίρκος Φιλῆς περὶ Ζῴων, 14, 6, σ. 58, 6.
Greek Monolingual
νησσοκτόνος και νηττοκτόνος, -ον (Μ)
1. αυτός που σκοτώνει πάπιες
2. το αρσ. ως ουσ. ὁ νησσοκτόνος
είδος αετού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νῆσσα / νῆττα «πάπια» + -κτόνος (< κτείνω «σκοτώνω»), πρβλ. μηλο-κτόνος, ταυρο-κτόνος.