παραρτύω
Ζῶμεν πρὸς αὐτὴν τὴν τύχην οἱ σώφρονες → Fortunae arbitrio nos modesti vivimus → Wir Weise leben mit dem Ziel des Glücks allein
English (LSJ)
of food,
A season, Id.2.477,483 (Pass.) : metaph., ἱστορίαις π. τὴν ποίησιν Eust.100.30. II Med., get ready, Plu.Luc.7.
German (Pape)
[Seite 497] Speisen bereiten, würzen, Philo; u. allgemeiner, wie παραρτίζομαι, im med., ναῦς ὅπλων καὶ βελῶν παραρτυσάμενος, Plut. Lucull. 7.
Greek (Liddell-Scott)
παραρτύω: ἐπὶ τροφῆς, ἡδύνω διὰ προσθέτων ἀρτυμάτων, Φίλων 2.477, κτλ. ΙΙ. Μέσ., παρασκευάζομαι, ἑτοιμάζομαι, Πλουτ. Λούκουλλ. 7 (κοινῶς παραρτισάμενοι).
French (Bailly abrégé)
préparer des aliments, particul. assaisonner;
Moy. παραρτύομαι garnir, équiper : τινος de qch.
Étymologie: παρά, ἀρτύω.
Greek Monolingual
ΜΑ
νοστιμεύω φαγητό με την προσθήκη καρυκευμάτων
μσν.
μτφ. νοστιμεύω, ομορφαίνω κάτι («ἱστορίαις παραρτύει τὴν ποίησιν», Ευστ.)
αρχ.
μέσ. παραρτύομαι
ετοιμάζομαι, παρασκευάζομαι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)- + ἀρτύω «καρυκεύω, παρασκευάζω»].