πολύβωμος
From LSJ
ἐν ταῖς ἀνάγκαις χρημάτων κρείττων φίλος → it is better in times of need to have friends rather than money, a friend in need is a friend indeed (Menander, Sententiae monostichoi 143)
English (LSJ)
ον,
A with many altars, Call.Del.266, 316.
German (Pape)
[Seite 660] mit vielen Altären, Callim. Del. 266.
Greek (Liddell-Scott)
πολύβωμος: -ον, ὁ ἔχων πολλοὺς βωμούς, Καλλ. εἰς Δῆλ. 266.
Greek Monolingual
-ον, Α
αυτός που έχει πολλούς βωμούς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + βωμός (πρβλ. δωδεκά-βωμος)].