νωγαλέος
From LSJ
χρώμεθα γὰρ πολιτείᾳ οὐ ζηλούσῃ τοὺς τῶν πέλας νόμους → we live under a form of government which does not emulate the institutions of our neighbours
English (LSJ)
λαμπρός, Zonar. Adv. -έως Id.
Greek Monolingual
νωγαλέος (Α)
(κατά τον Ζωναρ.) «λαμπρός».
επίρρ...
νωγαλέως (Α)
(κατά τον Ζωναρ.) «λαμπρῶς».
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για γλώσσα που παραδίδεται από τον Ζωναρά και η οποία, παρά την ομοιότητα στη μορφή, δεν μπορεί να συνδεθεί ανεπιφύλακτα με τη λ. νώγαλα «ορεκτικά εδέσματα». Πιο πιθανό είναι ότι πρόκειται για παρεφθαρμένο τ.].