οἰκείωμα

From LSJ
Revision as of 12:07, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (28)

ἔνδον γὰρ ἁνὴρ ἄρτι τυγχάνει, κάρα στάζων ἱδρῶτι καὶ χέρας ξιφοκτόνους → yes, the man is now inside, his face and hands that have slaughtered with the sword dripping with sweat

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: οἰκείωμα Medium diacritics: οἰκείωμα Low diacritics: οικείωμα Capitals: ΟΙΚΕΙΩΜΑ
Transliteration A: oikeíōma Transliteration B: oikeiōma Transliteration C: oikeioma Beta Code: oi)kei/wma

English (LSJ)

ατος, τό, in pl.,

   A private or family affairs, Metrod.Fr.59.    2 affinity, πρός τι Str.6.2.3.    3 special feature, advantage, Epicur. Sent.Vat.41 (pl.), D.H.Rh.7.5.

German (Pape)

[Seite 299] τό, das Angeeignete, zum Freunde oder Verwandten Gewonnene, Verwandtschaft, D. Hal. rhet. 7, 5; übertr., τοιοῦτον ἔχειν τι οἰκείωμα πρὸς τὴν ἄμπελον τὴν Αἰτναίαν σποδόν, Strab. 6, 2, 3.

Greek (Liddell-Scott)

οἰκείωμα: τό, συγγένεια, σχέσις, πρός τι Στράβ. 269. 2) ἰδιορρυθμία, Διον. Ἁλ. Τέχν. Ρητορ. 7. 5.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
1 rapport de parenté ou d’amitié;
2 p. ext. rapport naturel, rapport de conformité.
Étymologie: οἰκειόω.

Greek Monolingual

οἰκείωμα, τὸ (Α) οικειώ
1. σχέση συνάφειας με κάτι, ωφέλιμη επίδραση, χρήσιμη σχέση («τοιοῡτον ἔχειν τι οἰκείωμα πρὸς τὴν ἄμπελον εἰκὸς τὴν Αἰτναίαν σποδόν», Στραβ.)
2. ιδιαίτερο χαρακτηριστικό, ιδιορρυθμία
3. στον πληθ. τὰ οἰκειώματα
οικογενειακή υπόθεση.