ὁμοκέλευθος
From LSJ
αἰτήσεις ἀκοὐεις σῶν ἱκετῶν· ταχἐως συνδραμεῖς ἀναπαὐων εὐεργετῶν· ἰάματα παρἐχεις, Ἱερἀρχα, τῇ πρὀς Θεὀν παρρησἰᾳ κοσμοὐμενος → You hear the prayers of your suppliants; quickly you come to their assistance, bringing relief and benefits; you provide the remedies, Archbishop, since you are endowed with free access to God.
English (LSJ)
ον,
A going together, Pl.Cra.405d.
German (Pape)
[Seite 337] von gleichem Wege, Geleiter, τὸν ὁμοκέλευθον – ἀκόλουθον ἐκαλέσαμεν, Plat. Crat. 405 d.
Greek (Liddell-Scott)
ὁμοκέλευθος: -ον, ὁ ὁμοῦ πορευόμενος, Πλάτ. Κρατ. 405 D.
Greek Monolingual
ὁμοκέλευθος, -ον (Α)
αυτός που βαδίζει στον ίδιο δρόμο, συνταξιδιώτης, συνοδοιπόρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο)- + κέλευθος «οδός»].