οξυγόνο
Ὑπὸ γὰρ λόγων ὁ νοῦς μετεωρίζεται ἐπαίρεταί τ' ἄνθρωπος → Borne up by words, the mind soars aloft, and we reach the heights (Aristophanes, Birds 1447f.)
Greek Monolingual
το
1. χημ. αμέταλλο αέριο χημικό στοιχείο, με σύμβολο Ο και ατομικό αριθμό 8, απαραίτητο για τη λειτουργία της αναπνοής και την ύπαρξη της ζωής, που είναι το πέμπτο κατά σειρά συστατικό της ατμόσφαιρας και αποτελεί τα οκτώ ένατα του βάρους του νερού καθώς και συστατικό τών πυριτικών και ανθρακικών αλάτων, τα οποία συγκροτούν ένα σημαντικό μέρος του φλοιού της Γης
2. φρ. α) «κύκλος οξυγόνου»
βιολ. η διακίνηση, υπό διάφορες μορφές, του οξυγόνου στη φύση με τη χρησιμοποίησή του από τα ζώα και τα, φυτά για την αναπνοή τους, την απόδοσή του ως διοξειδίου του άνθρακα, την πρόσληψη του τελευταίου από τα πράσινα φυτά και τη μετατροπή του σε υδατάνθρακες με τη διαδικασία της φωτοσύνθεσης και, τέλος, με την εκ νέου απόδοση του οξυγόνου σε ελεύθερη μορφή ως παραπροϊόντος της τελευταίας αυτής διαδικασίας
β) «φιάλη οξυγόνου» — ειδική μεταλλική φιάλη που περιέχει καθαρό οξυγόνο για ιατρικούς και άλλους σκοπούς.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. oxygene (< οξυ- + γεννώ). Η λ. μαρτυρείται από το 1802 στον Θ. Ηλιάδη].