ὀρταλίς

From LSJ
Revision as of 12:11, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (29)

Νικᾷ παλαιὰς χάριτας ἡ νέα χάρις → Officia vetera vincit officium novum → Die neue Gunst besiegt den alten Gunsterweis

Menander, Monostichoi, 386
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀρτᾰλίς Medium diacritics: ὀρταλίς Low diacritics: ορταλίς Capitals: ΟΡΤΑΛΙΣ
Transliteration A: ortalís Transliteration B: ortalis Transliteration C: ortalis Beta Code: o)rtali/s

English (LSJ)

ίδος, ἡ,

   A fowl, Nic. Al.294.

German (Pape)

[Seite 387] (von ὄρνυμι, mit ὄρνις verwandt), ίδος, ἡ, dor. u. poet. = νεοσσός, σκύμνος, das Junge eines Thieres, bes. junger Vogel, Küchlein, Nic. Al. 295. Häufiger in den abgeleiteten Formen.

Greek (Liddell-Scott)

ὀρτᾰλίς: -ίδος, ἡ, νεογνὸν ζῷον, οἱονδήποτε, Λατ. pullus, νεοσσός, νεογνὸν πτηνόν, ὀρνίθιον· καθόλου πτηνὸν κατοικίδιον, «ὀρνίθι», Νικ. Ἀλ. 295. - Βοιωτ. λέξ. πρβλ. ὀρτάλιχος

Greek Monolingual

ὀρταλίς, η (Α)
1. νεογνό πτηνού, νεοσσός
2. κατοικίδιο πτηνό.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. ὀρτ-αλίς, με επίθημα -αλίς (πρβλ. δορκάς: δορκ-αλίς) παράγεται πιθ. από το αμάρτυρο ρηματ. επίθ. ὀρτός (πρβλ. θέ-ορτος, κονί-ορτος) του ρ. ὄρνυμι «σηκώνω, εγείρω» και δηλώνει τα νεογνά τών πτηνών που προσπαθούν να πετάξουν. Δυσχερέστερη φαίνεται η σύνδεση της λ. με το ὄρνις.