ουδετερότητα

From LSJ
Revision as of 12:11, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (29)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Ἡ δὲ Σελήνη γενομένη μὲν ἐκ τῆς ἀντανακλάσεως τοῦ ἡλιακοῦ φωτὸς → the moon having been made from the reflection of sunlight (Vettius Valens, Anthologies 1.14)

Source

Greek Monolingual

η
1. η ιδιότητα του ουδέτερου, το να είναι κανείς ουδέτερος
2. (διεθν. δικ.) καθεστώς αμέτοχου τρίτου στον μεταξύ άλλων πόλεμο
3. χημ. το γνώρισμα μιας ένωσης η οποία δεν μπορεί να σχηματίσει άλατα με οξέα ή βάσεις ή με ένα διάλυμα αδιάφορο απέναντι στους δείκτες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ουδέτερος, απόδοση στην Ελληνική του γαλλ. neutralite (< λατ. neuter, -tra, -trum «ουδέτερος»). Η λ. μαρτυρείται από το 1824 στην εφημερίδα Ελληνικά Χρονικά].