ουδετερότητα
From LSJ
Ἡ δὲ Σελήνη γενομένη μὲν ἐκ τῆς ἀντανακλάσεως τοῦ ἡλιακοῦ φωτὸς → the moon having been made from the reflection of sunlight (Vettius Valens, Anthologies 1.14)
Greek Monolingual
η
1. η ιδιότητα του ουδέτερου, το να είναι κανείς ουδέτερος
2. (διεθν. δικ.) καθεστώς αμέτοχου τρίτου στον μεταξύ άλλων πόλεμο
3. χημ. το γνώρισμα μιας ένωσης η οποία δεν μπορεί να σχηματίσει άλατα με οξέα ή βάσεις ή με ένα διάλυμα αδιάφορο απέναντι στους δείκτες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ουδέτερος, απόδοση στην Ελληνική του γαλλ. neutralite (< λατ. neuter, -tra, -trum «ουδέτερος»). Η λ. μαρτυρείται από το 1824 στην εφημερίδα Ελληνικά Χρονικά].