Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

παθητικότητα

From LSJ
Revision as of 12:12, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (30)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)
Sophocles, Antigone, 781

Greek Monolingual

η
1. η ιδιότητα ή η κατάσταση του παθητικού, η έλλειψη ενεργητικότητας, και ζωντάνιας, η παντελής αδράνεια
2. χημ. η ιδιότητα ορισμένων μετάλλων όπως είναι ο σίδηρος, το χρώμιο κ.λπ., η οποία συνίσταται στην παρεμπόδιση της χημικής τους διάβρωσης ως αποτέλεσμα της αποκατάστασης ειδικών συνθηκών στην επιφάνειά τους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παθητικός. Η λ. μαρτυρείται από το 1821 στο περιοδικό Λόγιος Ερμής].