ἀναγκαίως δ' ἔχει βίον θερίζειν ὥστε κάρπιμον στάχυν, καὶ τὸν μὲν εἶναι, τὸν δὲ μή → But it is our inevitable lot to harvest life like a fruitful crop, for one of us to live, one not. (Euripides, Hypsipyle fr. 60.94ff.)
παγόδετος, -ον (Α)
αυτός που έχει στερεοποιηθεί σε πάγο («παγόδετον ὕδωρ»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πάγος + δετός (< δέω)].