παντόμορφος
καλῶς γέ μου τὸν υἱὸν ὦ Στιλβωνίδη εὑρὼν ἀπιόντ' ἀπὸ γυμνασίου λελουμένον οὐκ ἔκυσας, οὐ προσεῖπας, οὐ προσηγάγου, οὐκ ὠρχιπέδισας, ὢν ἐμοὶ πατρικὸς φίλος → Ah! Is this well done, Stilbonides? You met my son coming from the bath after the gymnasium and you neither spoke to him, nor kissed him, nor took him with you, nor ever once felt his balls. Would anyone call you an old friend of mine?
English (LSJ)
ον,
A = πάμμορφος, Θέτις S.Fr.618; σπλάγχνων γένη Hp. Ep.23 (παντάμ- codd.); of the universe, Corp.Herm.11.16: hence, as Subst. π., ὁ, the Universe, Ps.-Apul.Asclep.19 (cf. 35); as figure-head of a ship, perh. Proteus, PGrenf.1.49.20 (iii A. D.).
German (Pape)
[Seite 464] = πάμμορφος; Soph. frg. 548; Lycophr. 1393.
Greek (Liddell-Scott)
παντόμορφος: -ον, = πάμμορφος, Σοφ. Ἀποσπ. 548, Ἱππ. 1289.54.
Spanish
Greek Monolingual
-ον, Α
1. πάμμορφος
2. το αρσ. ως ουσ. ὁ παντόμορφος
α) το Σύμπαν
β) γλυπτή μορφή ως ακροστόλιο πλοίου, πιθ. ο Πρωτεύς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παντ(ο)- + -μορφος (< μορφή), πρβλ. πολύ-μορφος].