παπί

From LSJ
Revision as of 12:13, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (30)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Έγ', ὦ ταλαίπωρ', αὐτὸς ὧν χρείᾳ πάρει. Τὰ πολλὰ γάρ τοι ῥήματ' ἢ τέρψαντά τι, ἢ δυσχεράναντ', ἢ κατοικτίσαντά πως, παρέσχε φωνὴν τοῖς ἀφωνήτοις τινά –> Wretched brother, tell him what you need. A multitude of words can be pleasurable, burdensome, or they can arouse pity somehow — they give a kind of voice to the voiceless.

Sophocles, Oedipus at Colonus, 1280-4

Greek Monolingual

το
1. μικρής ηλικίας πάπια, νεογνό πάπιας, παπάκι
2. φρ. «γίνομαι παπί» — καταβρέχομαι, γίνομαι μούσκεμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αμάρτυρο παππ-ίον υποκορ. του πάππος «είδος πουλιού»].