παρακαθεύδω

From LSJ
Revision as of 12:13, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (30)

Δυσαμένη δὲ κάρηνα βαθυκνήμιδος ἐρίπνης / Δελφικὸν ἄντρον ἔναιε φόβῳ λυσσώδεος Ἰνοῦς (Nonnus, Dionysiaca 9.273f.) → Having descended from the top of a deep-greaved cliff, she dwelt in a cave in Delphi, because of her fear of raving/raging Ino.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παρακαθεύδω Medium diacritics: παρακαθεύδω Low diacritics: παρακαθεύδω Capitals: ΠΑΡΑΚΑΘΕΥΔΩ
Transliteration A: parakatheúdō Transliteration B: parakatheudō Transliteration C: parakatheydo Beta Code: parakaqeu/dw

English (LSJ)

   A sleep beside, of a dog, Ael.VH1.13; of persons, keep watch by, τινι LXX Ju.10.20.

German (Pape)

[Seite 480] (s. εὕδω), daneben-, dabeischlafen, Ael. V. H. 1, 13 u. a. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

παρακαθεύδω: καθεύδω πλησίον, ἐπὶ κυνός, Αἰλ. Ποικ. Ἱστ. 1. 13· ὡσαύτως ἐπὶ προσώπων, (κοιμῶμαι πλησίον), ἀγρυπνῶ πλησίον τινός, τινὶ Ἑβδ. (Ἰουδὶθ Ι΄·, 20).

French (Bailly abrégé)

dormir auprès.
Étymologie: παρά, καθεύδω.

Greek Monolingual

Α
1. (για σκύλο) κοιμάμαι κοντά, δίπλα σε κάποιον
2. (για πρόσ.) αγρυπνώ κοντά σε κάποιον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)- + καθεύδω «κοιμάμαι»].