παρθένιον
Κινδυνεύουσι γὰρ ὅσοι τυγχάνουσιν ὀρθῶς ἁπτόμενοι φιλοσοφίας λεληθέναι τοὺς ἄλλους ὅτι οὐδὲν ἄλλο αὐτοὶ ἐπιτηδεύουσιν ἢ ἀποθνῄσκειν τε καὶ τεθνάναι → Actually, the rest of us probably haven't realized that those who manage to pursue philosophy as it should be pursued are practicing nothing else but dying and being dead (Socrates via Plato, Phaedo 64a.5)
English (LSJ)
τό,
A feverfew, Pyrethrum Parthenium, Hp. Ulc.14, Nic. Th.863, Dsc.3.138, Plin.HN21.176. 2 = ἑλξίνη, Dsc.4.85, etc. 3 = λινόζωστις, Thphr.HP7.7.2, Dsc.4.189. II girl, Alciphr.3.33.
German (Pape)
[Seite 521] τό, Jungfernkraut, sonst ἑλξίνη; Nic. Ther. 863; Plut. Sulla 13.
Greek (Liddell-Scott)
παρθένιον: τό, φυτόν τι, = ἐλξίνη, κοινῶς «παρθενοῦδι», Ἱππ. 877F, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 7. 7, 2, Νικ. Θ. 863. ΙΙ. παρθένια, τά, ἴδε ἐν τῇ λέξει.
Greek Monolingual
το, ΝΑ
νεοελλ.
1. βοτ. γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών που ανήκει στην οικογένεια σύνθετα
2. είδος κλαβικυμβάλου στην Αγγλία
αρχ.
1. κορίτσι, κοριτσόπουλο
2. το φυτό ελιξίνη
3. το φυτό λινόζωστις
4. είδος άλλου φυτού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρθένος. Τα φυτά ονομάστηκαν έτσι λόγω τών ευεργετικών ιδιοτήτων τους σε γυναικολογικές παθήσεις].