πάστα

From LSJ
Revision as of 12:15, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (31)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

οὐκ ἔστιν ὧδε ἀλλὰ ἠγέρθη → He is not here, but is risen

Source

Greek Monolingual

η
1. οποιουδήποτε είδους ζυμαρικό
2. είδος γλυκίσματος το οποίο περιέχει κυρίως ζύμη, ζάχαρη, βούτυρο και αβγά
3. κάθε πολτός που προέρχεται από ανάμιξη διαφόρων υλικών
4. μτφ. η φύση, ο χαρακτήρας, το ποιόν ενός ατόμου («είναι φτειαγμένοι από την ίδια πάστα»).
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ. < ιταλ. pasta < πάστη «ζύμη»].