περιηγούμαι

From LSJ
Revision as of 12:16, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (32)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

τὸν αὐτὸν ἔρανον ἀποδοῦναι → pay him back in his own coin, repay him in his own coin, pay someone back in their own coin, pay back in someone's own coin, give tit for tat, pay back in kind

Source

Greek Monolingual

περιηγοῡμαι, -έομαι, ΝΜΑ
1. ταξιδεύω κάπου για να επισκεφθώ τα αξιοθέατα και να γνωρίσω τη ζωή τών κατοίκων, κάνω τουρισμό
2. επισκέπτομαι χώρο αρχαιολογικού φυσικού ή πολιτιστικού ενδιαφέροντος και βλέπω τα αξιοθέατα ή τα εκθέματα
μσν.-αρχ.
περιγράφω λεπτομερώς
αρχ.
1. οδηγώ κάποιον σε άγνωστο μέρος, του δείχνω τον δρόμο («Ἐπιάλτης γάρ ἐστι ὁ περιηγησάμενος τὸ ὄρος κατὰ τὴν ἀτραπόν», Ηρόδ.)
2. περιφέρομαι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < περι- + ἡγοῦμαι «οδηγώ»].