περικάρδιος
From LSJ
Dante Alighieri, Paradiso, XXXIII, v. 145
English (LSJ)
ον, καρσία)
A about or around the heart, αἷμα Emp.105.3 ; χιτών Ruf.Onom.163, Gal.UP6.16 (ὁ π. alone, ibid.) ; σκέπασμα ib. 18.
German (Pape)
[Seite 578] um das Herz, in der Nähe des Herzens, VLL.
Greek (Liddell-Scott)
περικάρδιος: -ον, (καρδία) ὁ πέριξ ἢ πλησίον τῆς καρδίας, αἷμα Ἐμπεδ. 317, Κριτίας 8· -τὸ π., ἡ περὶ τὴν καρδίαν μεμβρᾶνα, χιτών, Γαλην.
Greek Monolingual
-ον, ΜΑ
αυτός που βρίσκεται γύρω από την καρδιά ή κοντά σε αυτήν.
[ΕΤΥΜΟΛ. < περι- + καρδία (πρβλ. εγκάρδιος)].