πλάστιγγα
From LSJ
τὸ δὲ ποιεῖν ἄνευ νοῦ ἃ δοκεῖ καὶ σὺ ὁμολογεῖς κακὸν εἶναι: ἢ οὔ → but doing what one thinks fit without intelligence is—as you yourself admit, do you not?—an evil
Greek Monolingual
η / πλάστιγξ, -ιγγος, ΝΜΑ, ιων. τ. πλήστιγξ Α
ο καθένας από τους δίσκους του ζυγού, της ζυγαριάς
νεοελλ.
1. είδος ζυγού μεγάλων διαστάσεων κατάλληλου για το ζύγισμα βαρέων σωμάτων
2. φρ. «η πλάστιγγα κλίνει» ή «η πλάστιγγα γέρνει» — λέγεται στις περιπτώσεις που ένα άτομο ή ένα σύνολο αποκτά υπεροχή έναντι άλλου.