πολύσημος
From LSJ
Ὁ δὲ μὴ δυνάμενος κοινωνεῖν ἢ μηδὲν δεόμενος δι' αὐτάρκειαν οὐθὲν μέρος πόλεως, ὥστε ἢ θηρίον ἢ θεός → Whoever is incapable of associating, or has no need to because of self-sufficiency, is no part of a state; so he is either a beast or a god
English (LSJ)
ον,
A = πολυσήμαντος, Democr.26, Nicostr. ap. Simp.in Cat.368.15,etc.
German (Pape)
[Seite 673] = πολυσήμαντος, Gramm., wie Schol. Ar. Lys. 337.
Greek (Liddell-Scott)
πολύσημος: -ον, = πολυσήμαντος· ― Ἐπίρρ. πολυσήμως, Κλημέντια 25Β, Βασίλ. 3, 173C.
Greek Monolingual
-η, -ο / πολύσημος, -ον, ΝΜΑ
αυτός που έχει πολλές σημασίες, πολυσήμαντος.
επίρρ...
πολυσήμως Α
με πολύσημο τρόπο, με πολλές σημασίες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -σημος (< σῆμα), πρβλ. επί-σημος].