προεννέπω
Ἀμήχανον δὲ παντὸς ἀνδρὸς ἐκμαθεῖν ψυχήν τε καὶ φρόνημα καὶ γνώμην πρὶν ἂν ἀρχαῖς τε καὶ νόμοισιν ἐντριβὴς φανῇ → It is impossible to know the spirit, thought, and mind of any man before he be versed in sovereignty and the laws
English (LSJ)
προὐννέπω (as always in Trag.),
A proclaim, announce, τάδε A.Eu.852; π. σοί, εἰ... θανῇ E.Med.351: c. inf., χαίρειν τινὰ π. I publicly bid him hail, S.Tr.227, cf. E.Hipp.1085; π. δ' ὑμῖν ὅτι . . A.Eu..98.
German (Pape)
[Seite 720] vorhersagen; προὐννέπ ω τάδε, Aesch. Eumenid. 852; χαίρειν δὲ τὸν κήρυκα προὐννέπω, Soph. Trsch. 226.
Greek (Liddell-Scott)
προεννέπω: προὐννέπω (ὡς ἀείποτε παρὰ Τραγικ.), προαγορεύω, προκηρρύτω, ἀγγέλλω, τι Αἰσχύλ. Εὐμ. 852, πρβλ. Εὐρ. Μήδ. 351 ― μετ’ ἀπαρ., χαίρειν δὲ τὸν κήρυκα προὐννέπω, χαιρετίζω δημοσίᾳ τὸν κήρυκα, Σοφ. Τρ. 227, πρβλ. Εὐρ. Ἱππ. 1085· ὡσαύτως, πρ. δ’ ὑμῖν ὅτι... Αἰσχύλ. Εὐμ. 98.
French (Bailly abrégé)
par contr. προὐννέπω;
seul. prés. et impf. προέννεπον;
dire d’avance, prédire, annoncer, acc..
Étymologie: πρό, ἐννέπω.
Greek Monolingual
και προὐννέπω Α
προαναγγέλλω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ- + ἐννέπω «διηγούμαι, μιλώ»].