Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

προμετωπίδα

From LSJ
Revision as of 12:22, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (34)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Έγ', ὦ ταλαίπωρ', αὐτὸς ὧν χρείᾳ πάρει. Τὰ πολλὰ γάρ τοι ῥήματ' ἢ τέρψαντά τι, ἢ δυσχεράναντ', ἢ κατοικτίσαντά πως, παρέσχε φωνὴν τοῖς ἀφωνήτοις τινά –> Wretched brother, tell him what you need. A multitude of words can be pleasurable, burdensome, or they can arouse pity somehow — they give a kind of voice to the voiceless.

Sophocles, Oedipus at Colonus, 1280-4

Greek Monolingual

η / προμετωπίς, -ίδος, ΝΑ
νεοελλ.
1. σελίδα βιβλίου στην οποία αναγράφεται ολόκληρος ο τίτλος του
2. χώρος σελίδας περιοδικού ή εφημερίδας στον οποίο αναγράφεται ο τίτλος
3. εικόνα εκτός κειμένου η οποία τοποθετείται απέναντι από τον εσωτερικό τίτλο ενός βιβλίου
αρχ.
1. είδος κοσμήματος που τοποθετείται μπροστά στο μέτωπο («προμετωπίδες χρυσαῑ», Καλλίξ.)
2. πρόσοψη λάρνακας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προμέτωπος + επίθημα -ίς / -ίδα (πρβλ. επιγονατ-ίδα)].