πρόσραμμα

From LSJ
Revision as of 12:23, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (35)

Θεὸς συνεργὸς πάντα ποιεῖ ῥᾳδίως → Rem facile quamvis peragit adiutor deus → Wirkt Gott als unser Partner, macht er alles leicht

Menander, Monostichoi, 237
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πρόσραμμα Medium diacritics: πρόσραμμα Low diacritics: πρόσραμμα Capitals: ΠΡΟΣΡΑΜΜΑ
Transliteration A: prósramma Transliteration B: prosramma Transliteration C: prosramma Beta Code: pro/sramma

English (LSJ)

ατος, τό,

   A patch, Phot. s.v. ὀχθοίβους.

Greek (Liddell-Scott)

πρόσραμμα: τό, τὸ προσραπτόμενον ἐπὶ χιτῶνος, ἐπίβλημα, Φώτ. 366 ἐν λ. ὀχθοίβους.

Greek Monolingual

το, ΝΜΑ προσράπτω
το αποτέλεσμα του προσράπτω, καθετί που προστίθεται με ραφή πάνω σε κάτι άλλο, το μπάλωμα.