προσκόμιση

From LSJ
Revision as of 12:23, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (35)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

τίκτει γὰρ κόρος ὕβριν, ὅταν πολὺς ὄλβος ἕπηται ἀνθρώποις ὁπ̣όσοις μὴ νόος ἄρτιος ἦι → satiety breeds arrogance whenever men with unfit minds have great wealth

Source

Greek Monolingual

η, Ν προσκομίζω
1. η πράξη και το αποτέλεσμα του προσκομίζω
2. μεταφορά σε έναν τόπο
3. προσαγωγή, παρουσίαση (α. «η προσκόμιση τών αποδεικτικών στοιχείων είναι υποχρέωση για τον ενάγοντα» β. «για το επίδομα συζύγου είναι απαραίτητη η προσκόμιση ληξιαρχικής πράξης γάμου»)
4. (κατά τους πνευματιστές) η μετακίνηση, παρά τους φυσικούς νόμους και χωρίς καμιά υλική επέμβαση, ενός αντικειμένου και η είσδυσή του μέσα σε έναν κλειστό χώρο.