ρόγα
From LSJ
ἀσκεῖν περὶ τὰ νοσήματα δύο, ὠφελεῖν ἢ μὴ βλάπτειν → strive, with regard to diseases, for two things — to do good, or to do no harm | as to diseases, make a habit of two things — to help, or at least, to do no harm
Greek Monolingual
η / ῥόγα, ΝΜ
(στο Βυζ.) α) το βασιλικό ταμείο
β) τα φιλοδωρήματα του αυτοκράτορα προς τους πολιτικούς και στρατιωτικούς άρχοντες, τους κρατικούς υπαλλήλους και τον λαό
γ) ο στρατιωτικός μισθός τών ρογατόρων, δηλ. τών μισθοφόρων στρατιωτών
δ) τα διανεμόμενα από τον Οικουμενικό Πατριάρχη δώρα
νεοελλ.
1. συμφωνημένος μισθός υπηρέτη
2. μισθός, αμοιβή
3. η ρώγα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. erogatio «διανομή» (< erogo «απονέμω, δίνω, παρέχω»)].