ῥιζοφοίτητος

From LSJ
Revision as of 12:26, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (36)

ἄνθρωπος ὢν ἥμαρτον· οὐ θαυμαστέον → being human I made a mistake; there is nothing remarkable about it

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ῥιζοφοίτητος Medium diacritics: ῥιζοφοίτητος Low diacritics: ριζοφοίτητος Capitals: ΡΙΖΟΦΟΙΤΗΤΟΣ
Transliteration A: rhizophoítētos Transliteration B: rhizophoitētos Transliteration C: rizofoititos Beta Code: r(izofoi/thtos

English (LSJ)

ον,

   A coming from a root, φλέβες φοίνικος Chaerem. 39.

German (Pape)

[Seite 843] aus der Wurzel hervorkommend, nach Schneider f. L. statt ῥιζόφυτος, Chaeremon. bei Theophr. H. Pl. 5, 9, 5.

Greek (Liddell-Scott)

ῥιζοφοίτητος: -ον, ὁ προερχόμενος ἐκ ῥιζῶν, φλέβες φοίνικος Χαιρήμων παρὰ Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 5. 9, 5 (ἔνθα ὅμως ὁ Schneidewin ἀναγινώσκει -φίτυτος).

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός που βγαίνει, που βλαστάνει από τις ρίζες («ῥιζοφοίτητοι φλέβες φοίνικος», Χαιρήμ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ῥίζα + φοιτητός (< φοιτῶ), πρβλ. αερο-φοίτητος].