σάρωση

From LSJ
Revision as of 12:27, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (36)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Τὸν αὐτὸν αἰνεῖν καὶ ψέγειν ἀνδρὸς κακοῦ → Hominis mali est culpare, quem laudaverit → Den selben lobt und tadelt nur ein schlechter Mann

Menander, Monostichoi, 506

Greek Monolingual

η / σάρωσις, -ώσεως, ΝΑ [σαρῶ (-ώνω)]
το σάρωμασάρωσις φύλλων», πάπ.)
νεοελλ.
1. (ηλεκτρον.) διαδικασία ψηλάφισης αντικειμένου, μέσω στενής και διαδοχικά μετακινούμενης φωτεινής ή ηλεκτρονικής δέσμης, που αποσκοπεί στην ανάλυση του συνολικού πληροφοριακού περιεχομένου του εξεταζόμενου αντικειμένου σε μεγάλο πλήθος στοιχειωδών πληροφοριών οι οποίες, κατόπιν, χάρη και στο μετείκασμα, ανασυντίθενται σε πλήρη εικόνα στην οθόνη ενός δέκτη τηλεόρασης, παλμογράφου ή ραντάρ
2. τεχνολ. φάση του κύκλου της καύσης στους κινητήρες εσωτερικής καύσης, κατά την οποία τα καυσαέρια αποβάλλονται πλήρως από τον κύλινδρο και στη θέση τους εισέρχεται καθαρός αέρας.