σάρωση

From LSJ

κραδίη δέ μοι ἔξω στηθέων ἐκθρῴσκει → my heart is leaping forth from my bosom, be panic-stricken, my heart is beating outside my chest

Source

Greek Monolingual

η / σάρωσις, -ώσεως, ΝΑ [σαρῶ (-ώνω)]
το σάρωμασάρωσις φύλλων», πάπ.)
νεοελλ.
1. (ηλεκτρον.) διαδικασία ψηλάφισης αντικειμένου, μέσω στενής και διαδοχικά μετακινούμενης φωτεινής ή ηλεκτρονικής δέσμης, που αποσκοπεί στην ανάλυση του συνολικού πληροφοριακού περιεχομένου του εξεταζόμενου αντικειμένου σε μεγάλο πλήθος στοιχειωδών πληροφοριών οι οποίες, κατόπιν, χάρη και στο μετείκασμα, ανασυντίθενται σε πλήρη εικόνα στην οθόνη ενός δέκτη τηλεόρασης, παλμογράφου ή ραντάρ
2. τεχνολ. φάση του κύκλου της καύσης στους κινητήρες εσωτερικής καύσης, κατά την οποία τα καυσαέρια αποβάλλονται πλήρως από τον κύλινδρο και στη θέση τους εισέρχεται καθαρός αέρας.