σιγλοφόρος
From LSJ
οὕτως ἐξ ἐχθρῶν αὐτοκτόνα πέμπετο δῶρα, ἐν χάριτος προφάσει μοῖραν ἔχοντα μόρου → thus mutual gifts that bring death were bestowed by enemies, gifts that brought the lot of death in the name of a favor
English (LSJ)
ον,
A wearing ear-rings, Com.Adesp.792.
Greek (Liddell-Scott)
σιγλοφόρος: -ον, ὁ φέρων σίγλον, ἐνώτια, Ἡσύχ.
Greek Monolingual
-ον, Α
αυτός που φοράει σκουλαρίκια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σίγλος «σκουλαρίκι» + -φόρος].