σιδερόξυλο

From LSJ
Revision as of 12:28, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (37)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Ἰατρὸς ἀδόλεσχος ἐπὶ τῇ νόσῳ νόσοςMedicus loquax, secundus aegro morbus est → Ein Arzt, der schwätzt, verdoppelt nur der Krankheit Last

Menander, Monostichoi, 268

Greek Monolingual

το, Ν
1. βοτ. κοινή ονομασία με την οποία είναι γνωστά στο εμπόριο 24 τουλάχιστον είδη δένδρων και θάμνων
2. το ξύλο τών δένδρων αυτών, που είναι πολύ σκληρό και βαρύ και σε ορισμένες περιπτώσεις βαρύτερο από το νερό
3. (κατ' επέκτ.) κάθε ξύλο εξαιρετικής σκληρότητας.