σίφων

From LSJ
Revision as of 12:29, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (37)

ἐρημία μεγάλη 'στὶν ἡ Μεγάλη Πόλις → the Great City is a great wasteland

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σίφων Medium diacritics: σίφων Low diacritics: σίφων Capitals: ΣΙΦΩΝ
Transliteration A: síphōn Transliteration B: siphōn Transliteration C: sifon Beta Code: si/fwn

English (LSJ)

ωνος, ὁ,= ἡ καλάμη τοῦ ἀγρίου καλάμου, Gloss.: hence,

   A tube, pipe, Aen.Tact.18.10, Anon.Lond.26.51; καλάμινος σ. Dsc.Eup.2.35; esp.,    1 siphon, used for drawing wine out of the cask or jar, Hippon.56, PEleph.5.4 (iii B.C.); καμπύλος σ., τουτέστι σωλήν Hero Spir.1.1.    b drainage-tube for hydrocele, Gal.10.988.    c pump, PLond.3.1177.129 (ii A.D.).    2 fire-engine, Apollod.Poliorc. 174.5, Hsch.: generally, service-pipe for water in houses, Str.5.3.8.    3 water-spout, Olymp. in Mete.13.15, Sch.Arat.785.    4 αἵματος ἀνδρῶν σίφωνες blood-suckers, i.e. mosquitoes, AP5.150 (Mel.).    5 sens. obsc. for τὸ αἰδοῖον, E.Cyc.439 (s.v.l.).    6 = ῥυπαρὸς ἄνθρωπος, ἢ λίχνος, Hsch.    7 εἶδος θηρίου μυρμηκοειδές, Id.    8 ὄργανον σκόλοπι ὅμοιον, ἐν ᾧ τοὺς μαρσίππους ἐπισκοποῦσι, Id. (perh. = σιρομάστης 1). [ῑ in APl.c., Juv.6.310; but ῐ E. l.c. (s. v.l.).]

German (Pape)

[Seite 887] ωνος, ὁ, ein hohler Körper, Röhre, Halm u. dgl., lat. sipho; der Weinheber, Wein aus einem Fasse zu saugen, Hippon. bei Poll. 6, 19; – der Weinschlauch, Eur. Cycl. 438. – Auch die Feuerspritze, Mathem. vett. – Bei Hesych. ein der Ameise ähnliches Insekt, vielleicht die Mücke, wie Mel. 93 (V, 151), αἵματος ἀνδρῶν σίφωνες κώνωπες, gleichsam die Heber oder Saugröhren des Männerbluts. – Die Wasserhose, wie τυφών, vgl. Schol. Arat. Dios. 785. – [Ι ist außer bei Eur. lang.]

Greek (Liddell-Scott)

σίφων: -ωνος, ὁ, σωλήν, Λατ. sipho, μάλιστα δέ, 1) ὁ κεκαμμένος σωλήν, δι’ οὗ ἐξῆγον οἶνον ἐκ πίθου ἢ ἀμφορέως, Ἱππῶναξ 47. 2) πυροσβεστικὴ μηχανὴ ἢ σωλῆνες αὐτῆς, Ἀπολλοδ. Πολ. 32D καθόλου, ὁ σωλὴν πρὸς οἰκονομίαν τοῦ ὕδατος εἰς οἰκιακὰς ἀνάγκας, Στράβ. 235. 3) ἐργαλεῖον χειρουργικόν, = καθετήρ, Γαλην., Παῦλ. Αἰγ. 4) σωλήν, δι’ οὗ ἐξηκόντιζον τὸ ὑγρὸν πῦρ, Λέων Τακτ. 19. 6 (ὅστις ἔχει καὶ τὸν τύπον σιφωνάτωρ, ὁ, ὁ ἐξακοντίζων τὸ ὑγρὸν πῦρ). 5) τὸ μετεωρολογικὸν φαινόμενον σίφων, Ὀλυμπιόδ. εἰς Ἀριστ. Μετεωρ.· πρβλ. τυφών, τυφῶς ΙΙ. 6) οἱ κώνωπες καλοῦνται αἵματος ἀνδρὸς σίφωνες, ὡς ἀναμυζῶντες τὸ ἀνθρώπινον αἷμα διὰ τῆς προβοσκίδος, Ἀνθ. Π. 5. 151. 7) ἐν Εὐρ. Κύκλ. 439, ἐπὶ αἰσχρᾶς σημασίας = τὸ αἰδοῖον. [ῑ ἐν Ἀνθ. ἔνθ’ ἀνωτ. Ἰουβεν. 6. 310, Λουκαν. 7. 156· ἀλλὰ ῐ ἐν Εὐρ. ἔνθ’ ἀνωτ.]. - Καθ’ Ἡσύχ.: «σίφων· ῥυπαρὸς ἄνθρωπος, καὶ λίχνος. ἢ εἶδος θηρίου μυρμηκοειδές, καὶ ὄργανον σκόλοπι ὅμοιον, ἐν ᾧ τοὺς μαρσίπους ἐπισκοποῦσι. καὶ τῶν σταχύων καὶ τοῦ πυροῦ οἱ καυλίσκοι, καὶ οἷς οἱ κάπηλοι τὸν οἶνον ἀρύονται. καὶ ὄργανόν τι εἰς πρόεσιν ὑδάτων ἐν τοῖς ἐμπρησμοῖς».

French (Bailly abrégé)

ωνος (ὁ) :
I. tube creux, particul. :
1 siphon pour pomper un liquide ; p. anal. trompe des insectes suceurs comme le cousin;
2 conduite d’eau;
3 sorte d’engin à feu;
4 canon de clé;
5 sexe de l’homme;
II. p. anal. trombe d’eau ou siphon.
Étymologie: DELG terme techn. sans étym. sûre, reposant pê sur une harmonie imitative.

Greek Monolingual

-ωνος, ο, ΝΜΑ
βλ. σίφωνας.