σίφωνας
ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν → love your neighbor as yourself, thou shalt love thy neighbour as thyself, love thy neighbour as thyself
Greek Monolingual
ο / σίφων, σίφωνος, ΝΜΑ
1. καμπύλος σωλήνας με τον οποίο αντλείται ή μεταγγίζεται, με απορρόφηση του περιεχόμενου σε αυτόν αέρα, υγρό από ένα αγγείο σε άλλο («καμπύλος σίφων, τουτέστιν σωλήν», Ήρων.)
2. (μετεωρ.) ο σίφουνας
νεοελλ.
1. φυσ. όργανο με τη μορφή σωλήνα σχήματος Π, με άνισα σκέλη, που χρησιμοποιείται για τη μετάγγιση υγρών από μια στάθμη σε μια άλλη χαμηλότερη στάθμη, αφού, όμως, το υγρό ανέλθει σε ύψος μεγαλύτερο του ύψους και τών δύο σταθμών, γι' αυτό και το ένα σκέλος πρέπει να είναι μεγαλύτερου μήκους από το άλλο
2. ζωολ. α) προεξέχων συσταλτός σωλήνας που περιβάλλει το βραγχιακό και εδρικό άνοιγμα ορισμένων χιτωνοζώων, ασκιδίων και μαλακίων, και με τον οποίο τα ζώα αυτά απορροφούν και αποβάλλουν το νερό
β) λιγότερο ή περισσότερο ασβεστοποιημένος σωλήνας, ο οποίος διασχίζει τις αίθουσες του οστράκου τών κεφαλοπόδων, όπως λ.χ. του ναυτίλου και τών αμμωνιτών
γ) το χοανοειδές μυϊκό όργανο που περιέχεται στη μανδυακή κοιλότητα της κοιλιακής πλευράς τών κεφαλοπόδων και του οποίου το στενό άνοιγμα είναι το σημείο βίαιης εξώθησης του νερού, χάρη στην οποία το ζώο προωθείται προς τα πίσω
δ) προέκταση και κυλινδροποίηση του λαιμού του μανδύα τών δίθυρων και γαστερόποδων μαλακίων, που χρησιμεύει ως ανιχνευτής τροφής και ως χημειοδείκτης
3. βοτ. παλαιότερη ονομασία του γυρεοσωλήνα
4. αρχιτ. καθένα από τα σφαιρικά τρίγωνα που κατασκευάζονται μεταξύ του τρούλλου ενός οικοδομήματος και τών κιόνων οι οποίοι τον συγκρατούν
5. (μετεωρ.) α) σφοδρή κυκλωνική, δηλαδή χαμηλής ατμοσφαιρικής πίεσης, θύελλα με σχετικά μικρή διάμετρο, αλλά με ανέμους που περιστρέφονται ταχύτατα και σχηματίζουν στρόβιλο, δίνη, που δημιουργεί στην περιοχή του κέντρου του ισχυρά ανοδικά ρεύματα, τα οποία είναι ικανά να παρασύρουν προς τα επάνω πολύ βαριά αντικείμενα, όπως λ.χ. δέντρα, αυτοκίνητα, σιδηροδρομικά βαγόνια και αεροπλάνα
6. είδος καθετήρα που χρησιμοποιείται για πλύσεις στομάχου
7. ναυτ. ειδικός σωλήνας που χρησιμοποιείται, αντί αντλίας, για την τροφοδότηση τών λεβήτων ή για την εκκένωση υδάτων από δεξαμενές ή από τα κύτη τών πλοίων, αλλ. αντλοσίφωνας, κν. τζιφάρι
8. φρ. α) «σίφωνας δαπέδου»
τεχνολ. διάταξη ανάλογη με το αποχετευτικό σιφόνι, η οποία τοποθετείται στο χαμηλότερο σημείο δαπέδων, όπου χύνονται ακάθαρτα νερά, αποτελείται από πήλινο, μεταλλικό ή πλαστικό σιγμοειδή σωλήνα που επικοινωνεί με το αποχετευτικό σύστημα, στο οποίο εκρέουν τα ακάθαρτα νερά, και καλύπτεται από πάνω με μεταλλική σχάρα
β) «θαλάσσιος σίφωνας»
(μετεωρ.) σίφωνας που σχηματίζεται ή διέρχεται πάνω από την επιφάνεια της θάλασσας δημιουργώντας στήλη μικρής διαμέτρου από υδροσταγονίδια και υδρατμούς και υψώνεται από την θαλάσσια επιφάνεια ώς τη βάση ενός καταιγιδοφόρου νέφους
μσν.
(στο Βυζάντιο) είδος αντλίας και σωλήνα με τον οποίο εξακόντιζαν υγρό πυρ από τους δρόμωνες, ο λεγόμενος πυρσοφόρος σίφων
αρχ.
1. αυλός, σύριγγα
2. σωλήνας διοχέτευσης για την υδροκήλη
3. είδος αντλίας
4. πυροσβεστική αντλία
5. υδραγωγός σωλήνας κατοικίας («ἅπασαν δὲ οἰκίαν σχεδὸν δεξαμενὰς καὶ σίφωνας καὶ κρουνοὺς ἔχειν ἀφθόνους», Στράβ.)
6. το αιδοίο
7. ο βλαστός του αγριοκάλαμου»
8. (κατά τον Ησύχ.) α) «ῥυπαρὸς ἄνθρωπος ἢ λίχνος»
β) «εἶδος θηρίου μυρμηκοειδές»
γ) «ὄργανον σκόλοιπι ὅμοιον, ἐν ᾧ τοὺς μαρσίππους ἐπισκοποῦσι»
9. φρ. «αἵματος ἀνδρὸς σίφωνες» — τα κουνούπια, τα οποία ονομάστηκαν έτσι επειδή απομυζούν το ανθρώπινο αίμα με την προβοσκίδα τους (Ανθ. Παλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Τεχνικός όρος, άγνωστης ετυμολ., ο οποίος εμφανίζει επίθημα -ων, το οποίο απαντά και σε άλλους τεχνικούς όρους (πρβλ. δόλων, κώδων, κώθων). Η λ. είναι πιθ. ηχομιμητική. Κατά μία άποψη, από τη λ. σίφων προήλθε το επίθ. σιφνός, με συγκοπή του -ω-].