σκόνη
From LSJ
αἰὼν παῖς ἐστι παίζων, πεσσεύων∙ παιδός η βασιληίη → time is a child playing draughts; the kingship is a child's | a life-time is a child playing, playing checkers: the kingship belongs to a child | a whole human life-time is nothing but a child playing, playing checkers: the kingship belongs to a child | lifetime is a child at play, moving pieces in a game; kingship belongs to the child
Greek Monolingual
η, Ν
1. πολύ μικρά μόρια στερεάς ύλης, κονιορτός («θωρούσι σκόνης σύννεφο στα ύψη σηκωμένο», Ερωτόκρ.)
2. ποσότητα κονιοποιημένου φαρμάκου, σκονάκι
3. φρ. α) «μ' έκανε σκόνη»
μτφ. μέ διέλυσε, μέ κατανίκησε
β) «ρίχνω σκόνη στα μάτια»
μτφ. εξαπατώ, ξεγελώ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. κόνις, με ανάπτυξη προθετικού σ- (πρβλ. βώλος: σβώλος)].