ὥστε ὁ βίος, ὢν καὶ νῦν χαλεπός, εἰς τὸν χρόνον ἐκεῖνον ἀβίωτος γίγνοιτ' ἂν τὸ παράπαν → and so life, which is hard enough now, would then become absolutely unendurable
η, Ν σμίγω
1. μίξη, ανάμιξη
2. συνάντηση, σμίξιμο
3. συνεύρεση
4. γάμος («στον κόσμο έτοια πεθυμιά και σμίξη δεν εγίνη», Ερωτόκρ.).