Χριστὸς ἀνέστη ἐκ νεκρῶν, θανάτῳ θάνατον πατήσας, καὶ τοῖς ἐν τοῖς μνήμασι, ζωὴν χαρισάμενος → Christ is risen from the dead, trampling down death by death, and upon those in the tombs bestowing life
Ν στάλος / σταλός]]
1. (μτβ.) οδηγώ το κοπάδι σε σκιερό μέρος το μεσημέρι για ανάπαυση
2. (αμτβ.) (για ζώα) αναπαύομαι, σταλιάζω
3. συνεκδ. μτφ. παραμένω κάπου.