στόλισμα

From LSJ
Revision as of 12:32, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (38)

οὓς ἡγεμόνας πόλεως ἐπαιδεύσασθε → whom you educated as city leaders

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: στόλισμα Medium diacritics: στόλισμα Low diacritics: στόλισμα Capitals: ΣΤΟΛΙΣΜΑ
Transliteration A: stólisma Transliteration B: stolisma Transliteration C: stolisma Beta Code: sto/lisma

English (LSJ)

ατος, τό,

   A equipment, garment, E.Hec.1156, Stud.Pal.22.183.45 (ii A.D.), etc., prob. in PTeb.598 (ii A.D.).

German (Pape)

[Seite 946] τό, Rüstung, Bekleidung, γυμνόν μ' ἔθηκαν διπτύχου στολίσματος Eur. Hec. 1156.

Greek (Liddell-Scott)

στόλισμα: τό, ἔνδυμα, μανδύας, Εὐρ. Ἑκ. 1156.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
vêtement.
Étymologie: στολίζω.

Greek Monolingual

το, ΝΜΑ στολίζω
νεοελλ.
1. η ενέργεια του στολίζω, διακόσμηση, καλλωπισμός (α. «το στόλισμα της νύφης» β. «το στόλισμα του Επιταφίου»)
2. (κυριολ. και μτφ.) κόσμημα, στολίδιείναι το στόλισμα του σπιτιού»)
μσν.-αρχ.
ενδυμασία, φόρεμα.