στρατολογικός
καὶ ὑποθέμενος κατὰ τῆς κεφαλῆς φέρειν τὰς πληγάς, ὡς ἐν ἐκείνῃ τοῦ τε κακοῦ τοῦ πρὸς ἀνθρώπους → and having instructed them to bring their blows against the head, seeing that the harm to humans ... (Josephus, Antiquities of the Jews 1.50)
Greek Monolingual
-ή, -ό, Ν
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη στρατολογία
2. φρ. α) «στρατολογικά συμβούλια» — συμβούλια που ασχολούνται με προβλήματα σχετικά με τη στράτευση τών οπλιτών
β) «στρατολογική υπηρεσία» — η υπηρεσία που διεξάγει το στρατολογικό γραφείο, η στρατολογία
γ) «στρατολογικό γραφείο»
στρ. ονομασία της βασικής στρατολογικής μονάδας
δ) «στρατολογικό μητρώο» — βλ. μητρώο
ε) «στρατιωτικός κατάλογος»
στρ. παλαιότερη ονομασία του στρατολογικού πίνακα
στ) «στρατολογικός πίνακας» — πίνακας ο οποίος περιλαμβάνει τους άρρενες που γεννήθηκαν κάθε έτος
ζ) «στρατολογικό αδίκημα» — παράβαση της διαταγής και κατανομής τών στρατευσίμων σε ειδικότητες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < στρατολογία. Η λ. μαρτυρείται από το 1833 στους Ελληνικούς Κώδικες].