στρατολογικός
Ὁ σοφὸς ἐν αὑτῷ περιφέρει τὴν οὐσίαν → Qui sapit, is in se cuncta circumfert sua → Der Weise trägt, was er besitzt, in sich herum
Greek Monolingual
-ή, -ό, Ν
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη στρατολογία
2. φρ. α) «στρατολογικά συμβούλια» — συμβούλια που ασχολούνται με προβλήματα σχετικά με τη στράτευση τών οπλιτών
β) «στρατολογική υπηρεσία» — η υπηρεσία που διεξάγει το στρατολογικό γραφείο, η στρατολογία
γ) «στρατολογικό γραφείο»
στρ. ονομασία της βασικής στρατολογικής μονάδας
δ) «στρατολογικό μητρώο» — βλ. μητρώο
ε) «στρατιωτικός κατάλογος»
στρ. παλαιότερη ονομασία του στρατολογικού πίνακα
στ) «στρατολογικός πίνακας» — πίνακας ο οποίος περιλαμβάνει τους άρρενες που γεννήθηκαν κάθε έτος
ζ) «στρατολογικό αδίκημα» — παράβαση της διαταγής και κατανομής τών στρατευσίμων σε ειδικότητες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < στρατολογία. Η λ. μαρτυρείται από το 1833 στους Ελληνικούς Κώδικες].