συνεισπίπτω

From LSJ
Revision as of 12:34, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (39)

τὸ δανείζεσθαι τῆς ἐσχάτης ἀφροσύνης καὶ μαλακίας ἐστίν → being in debt is a mark of extreme folly and moral weakness (Plutarch, On Avoiding Debt 829F3)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συνεισπίπτω Medium diacritics: συνεισπίπτω Low diacritics: συνεισπίπτω Capitals: ΣΥΝΕΙΣΠΙΠΤΩ
Transliteration A: syneispíptō Transliteration B: syneispiptō Transliteration C: syneispipto Beta Code: suneispi/ptw

English (LSJ)

   A rush in along with or together, εἰς τὴν θάλατταν X.An.5.7.25; esp. of soldiers pursuing the besieged to their own gates and getting in with them, σ. φεύγουσι ἐς τὸ τεῖχος Hdt.3.55, cf.78,9.102, Th.6.100, X.HG7.2.7, etc.; μετὰ σοῦ Ar. Ec.1095; σ. εἴσω τῶν πυλῶν σὺν τῷ ὄχλῳ X.An.7.1.18; κατὰ τὰς πύλας Id.HG4.7.6: abs., Lys.3.15; of fevers, Paul.Aeg.4.22.

German (Pape)

[Seite 1011] (s. πίπτω), mit od. zugleich hineinfallen; ξυνεισπεσοῦμαι μετὰ σοῦ, Ar. Eccl. 1095; hineingerathen, eindringen; εἰς τὸ τεῖχος, Her. 3, 35; Thuc. 5, 3; Xen. Cyr. 3, 3, 28; εἰς τὴν θάλασσαν, An. 5, 7, 25; εἴσω τῶν πυλῶν σύν τινι, 7, 1, 12; κατὰ τὰς πύλας, Hell. 4, 7, 6; εἰς τὴν πόλιν, Pol. 4, 71, 12; Sp., wie D. Cass. 58, 1.

Greek (Liddell-Scott)

συνεισπίπτω: εἰσπίπτω ἢ ῥίπτομαι μέσα εἴς τι μετά τινος ἢ ὁμοῦ, συνεισέπεσον καὶ ἡμῶν αὐτῶν τινες [εἰς τὴν θάλατταν] Ξεν. Ἀν. 5, 7, 25. ΙΙ. εἰσορμῶ μετά τινος ἢ ὁμοῦ, μάλιστα ἐπὶ στρατιωτῶν καταδιωκόντων τοὺς πολιορκουμένους μέχρι τῶν πυλῶν καὶ εἰσορμώντων μετ’ αὐτῶν εἰς τὴν πόλιν, σ. ἐς τὸ τεῖχος Ἡρόδ. 3. 55., 9. 102· τινί, μετά τινος, ὁ αὐτ. 3. 78, Θουκ. 6. 100, Ξεν., κλπ.· μετά τινος Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 1095· σ. εἴσω τῶν πυλῶν σύν τινι Ξεν. Ἀν. 7. 1, 18· κατὰ τὰς πύλας ὁ αὐτ. ἐν Ἑλλ. 4. 7, 6· ἀπολ., Λυσί. 97. 38.

French (Bailly abrégé)

tomber ou se précipiter ensemble ou en même temps dans.
Étymologie: σύν, εἰσπίπτω.

Greek Monolingual

ΜΑ
πέφτω μέσα μαζί με κάποιον ή συγχρόνως («συνεσπεσόντες φεύγουσι ἐς τὸ τεῑχος τοῑσι Σαμίοισι», Ηρόδ).
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + εἰσπίπτω «πέφτω, ρίχνομαι, εισβάλλω»].