συγκατασβέννυμι

From LSJ
Revision as of 12:35, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (39)

γυνὴ γὰρ οὐδὲν οἶδε πλὴν ὃ βούλεται → women know nothing except from what they want

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συγκατασβέννῡμι Medium diacritics: συγκατασβέννυμι Low diacritics: συγκατασβέννυμι Capitals: ΣΥΓΚΑΤΑΣΒΕΝΝΥΜΙ
Transliteration A: synkatasbénnymi Transliteration B: synkatasbennymi Transliteration C: sygkatasvennymi Beta Code: sugkatasbe/nnumi

English (LSJ)

   A help to extinguish, τὸν ἄκρατον Plu.2.648b:— Pass., to be extinguished with, c. dat., ib.973d.

German (Pape)

[Seite 965] (s. σβέννυμι), mit od. zugleich auslöschen, austilgen, τῇ ἀκοῇ συγκατεσβέσθαι τὴν φωνήν, Plut. sol. an. 19

French (Bailly abrégé)

éteindre avec.
Étymologie: σύν, κατασβέννυμι.

Greek Monolingual

ΜΑ
εξαφανίζω κάτι μαζί με κάτι άλλο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + κατασβέννυμι «σβήνω εντελώς, καταπνίγω»].

Greek Monolingual

ΜΑ
εξαφανίζω κάτι μαζί με κάτι άλλο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + κατασβέννυμι «σβήνω εντελώς, καταπνίγω»].