συμπολιτεύομαι
ἀκίνδυνοι δ' ἀρεταὶ οὔτε παρ' ἀνδράσιν οὔτ' ἐν ναυσὶ κοίλαις τίμιαι → but excellence without danger is honored neither among men nor in hollow ships
Greek Monolingual
ΝΜΑ, και ενεργ. τ. συμπολιτεύω Α συμπολίτης
νεοελλ.
1. ανήκω στην συμπολίτευση
2. (για νόμους ή θεσμούς) ισχύω παράλληλα με άλλον
μσν.-αρχ.
1. είμαι μέλος της ίδιας πολιτείας, ανήκω στην ίδια πολιτεία με άλλον
2. είμαι στενά συνδεδεμένος
αρχ.
1. ρυθμίζω την πολιτική και την τακτική μου ανάλογα με κάποιον άλλο («μηδενὶ συμπολιτευόμενοι τοσαύτην ἤγομεν ἡσυχίαν», Δημοσθ.)
2. κατέχω το ίδιο δημόσιο αξίωμα με άλλον
3. (το αρσ. πληθ. μτχ. ενεστ. ως ουσ.) oἱ συμπολιτευόμενοι
οι συμπολίτες
4. ενεργ. συμπολιτεύω
ζω ως πολίτης της ίδιας πολιτείας μαζί με άλλους.
Greek Monolingual
ΝΜΑ, και ενεργ. τ. συμπολιτεύω Α συμπολίτης
νεοελλ.
1. ανήκω στην συμπολίτευση
2. (για νόμους ή θεσμούς) ισχύω παράλληλα με άλλον
μσν.-αρχ.
1. είμαι μέλος της ίδιας πολιτείας, ανήκω στην ίδια πολιτεία με άλλον
2. είμαι στενά συνδεδεμένος
αρχ.
1. ρυθμίζω την πολιτική και την τακτική μου ανάλογα με κάποιον άλλο («μηδενὶ συμπολιτευόμενοι τοσαύτην ἤγομεν ἡσυχίαν», Δημοσθ.)
2. κατέχω το ίδιο δημόσιο αξίωμα με άλλον
3. (το αρσ. πληθ. μτχ. ενεστ. ως ουσ.) oἱ συμπολιτευόμενοι
οι συμπολίτες
4. ενεργ. συμπολιτεύω
ζω ως πολίτης της ίδιας πολιτείας μαζί με άλλους.