συμπεριτίθημι

From LSJ
Revision as of 12:36, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (39)

Κινδυνεύουσι γὰρ ὅσοι τυγχάνουσιν ὀρθῶς ἁπτόμενοι φιλοσοφίας λεληθέναι τοὺς ἄλλους ὅτι οὐδὲν ἄλλο αὐτοὶ ἐπιτηδεύουσιν ἢ ἀποθνῄσκειν τε καὶ τεθνάναι → Actually, the rest of us probably haven't realized that those who manage to pursue philosophy as it should be pursued are practicing nothing else but dying and being dead (Socrates via Plato, Phaedo 64a.5)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συμπεριτίθημι Medium diacritics: συμπεριτίθημι Low diacritics: συμπεριτίθημι Capitals: ΣΥΜΠΕΡΙΤΙΘΗΜΙ
Transliteration A: symperitíthēmi Transliteration B: symperitithēmi Transliteration C: symperitithimi Beta Code: sumperiti/qhmi

English (LSJ)

   A put round together, σ. ὄγκον αὐτῷ καὶ δόξαν take part in getting honour for another, Id.Nic.5:—Pass., -τιθεμένων τῶν στεμφύλων τῷ ἀγγείῳ Dsc.1.57:—the Act. is dub. l. in Nech. ap. Vett. Val.290.21.

German (Pape)

[Seite 986] (s. τίθημι), mit od. zugleich herumlegen, umgeben, τινὶ ὄγκον καὶ δόξαν, Einem Anschen u. Ruhm geben, Plut. Nic. 5.

Greek (Liddell-Scott)

συμπεριτίθημι: περιτίθημι ὁμοῦ, ὁ μάλιστα ταῦτα συντραγῳδῶν καὶ συμπεριτιθεὶς ὄγκον αὑτῷ καὶ δόξαν Πλουτ Νικ. 5.

French (Bailly abrégé)

mettre tout autour de : τινί τι entourer qqn de qch.
Étymologie: σύν, περιτίθημι.

Greek Monolingual

Α
περιβάλλω συγχρόνως.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + περιτίθημι «περιβάλλω»].

Greek Monolingual

Α
περιβάλλω συγχρόνως.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + περιτίθημι «περιβάλλω»].