χρέμψ

From LSJ
Revision as of 12:44, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (46)

μηδέ μοι ἄκλαυστος θάνατος μόλοι, ἀλλὰ φίλοισι καλλείποιμι θανὼν ἄλγεα καὶ στοναχάς → may death not come to me without tears, but when I die may I leave my friends with sorrow and lamentation

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χρέμψ Medium diacritics: χρέμψ Low diacritics: χρέμψ Capitals: ΧΡΕΜΨ
Transliteration A: chrémps Transliteration B: chremps Transliteration C: chremps Beta Code: xre/my

English (LSJ)

a kind of

   A fish, prob. = χρόμις, Arist.HA534a8 (v.l. χρέψ).

German (Pape)

[Seite 1371] ein Fisch, Arist. H. A. 4, 8.

Greek (Liddell-Scott)

χρέμψ: εἶδος ἰχθύος, μνημονευομένου μεταξὺ τῶν ὀξυηκόων ἰχθύων, τοῦ κεστρέως καὶ λάβρακος, κλπ., Ἀριστ. περὶ τὰ Ζ. Ἱστ. 4. 8, 18 (διάφορ. γραφ. χρέψ, ἀλλ’ οὐδὲν ὑπάρχει τὸ ὁδηγοῦν ἡμᾶς εἰς διάκρισιν τοῦ γένους ἢ τῆς κλίσεως).

Greek Monolingual

και χρέψ, ὁ, Α
είδος ψαριού, ο χρέμης.
[ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητ. σχηματισμός από το ρ. χρέμπτομαι.