τρυπητός

From LSJ
Revision as of 12:46, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (42)

οἴκοι μένειν δεῖ τὸν καλῶς εὐδαίμονα → the person who is well satisfied should stay at home

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τρῡπητός Medium diacritics: τρυπητός Low diacritics: τρυπητός Capitals: ΤΡΥΠΗΤΟΣ
Transliteration A: trypētós Transliteration B: trypētos Transliteration C: trypitos Beta Code: truphto/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A pierced, Arist.Ath.69.1.

Greek (Liddell-Scott)

τρῡπητός: -όν, τετρυπημένος, τρυπητός, περὶ τὸν λεγόμενον τρυπητὸν λίθον Νικήτ. Χρον. 361Α.

Greek Monolingual

-ή, -ό / τρυπητός, -ή, -όν, ΝΜΑ τρυπῶ
αυτός που έχει οπές, διάτρητος, τρυπημένος
νεοελλ.
1. το θηλ. ως ουσ. η τρυπητή
(ενν. κουτάλα) κουτάλα με τρύπες κατάλληλη για το σερβίρισμα διαφόρων εδεσμάτων
2. το ουδ. ως ουσ. το τρυπητό
α) διάτρητο μαγειρικό σκεύος κατάλληλο για την αποστράγγιση φαγητών, σουρωτήρι
β) διυλιστήρας.