Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

τρύπιος

From LSJ
Revision as of 12:46, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (42)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Θεοῦ γὰρ οὐδεὶς χωρὶς (ἐκτὸς οὐδεὶς) εὐτυχεῖ βροτῶν → Nullus beatus absque numine est dei → Glückselig Gott allein und sonst kein Sterblicher

Menander, Monostichoi, 250

Greek Monolingual

και διαλ. τ. τρούπιος, -α, -ο, Ν
1. αυτός που έχει οπή ή οπές, τρυπημένος, διάτρητος («η σακούλα είναι τρύπια»)
2. (κατ' επέκτ.) (για ενδύματα) φθαρμένος από τη συνεχή χρήση («τρύπιες κάλτσες»).
[ΕΤΥΜΟΛ. Κατά μία άποψη, το επίθ. τρύπιος έχει σχηματιστεί υποχωρητ. από το ρ. τρυπώ κατά τα άξιος, γνήσιος, πλούσιος, ενώ, κατ' άλλη άποψη, από το ουσ. τρύπα (πρβλ. αγρός: άγριος, τιμή: τίμιος)].