τρύπιος
From LSJ
Θεοῦ γὰρ οὐδεὶς χωρὶς (ἐκτὸς οὐδεὶς) εὐτυχεῖ βροτῶν → Nullus beatus absque numine est dei → Glückselig Gott allein und sonst kein Sterblicher
Greek Monolingual
και διαλ. τ. τρούπιος, -α, -ο, Ν
1. αυτός που έχει οπή ή οπές, τρυπημένος, διάτρητος («η σακούλα είναι τρύπια»)
2. (κατ' επέκτ.) (για ενδύματα) φθαρμένος από τη συνεχή χρήση («τρύπιες κάλτσες»).
[ΕΤΥΜΟΛ. Κατά μία άποψη, το επίθ. τρύπιος έχει σχηματιστεί υποχωρητ. από το ρ. τρυπώ κατά τα άξιος, γνήσιος, πλούσιος, ενώ, κατ' άλλη άποψη, από το ουσ. τρύπα (πρβλ. αγρός: άγριος, τιμή: τίμιος)].