χούφτα

From LSJ
Revision as of 12:49, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (46)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Ὦ τύμβος, ὦ νυμφεῖον, ὦ κατασκαφὴς οἴκησις αἰείφρουρος, οἷ πορεύομαι πρὸς τοὺς ἐμαυτῆς, ὧν ἀριθμὸν ἐν νεκροῖς πλεῖστον δέδεκται Φερσέφασσ' ὀλωλότων. → Tomb, bridal chamber, eternal prison in the caverned rock, whither I go to find mine own, those many who have perished, and whom Persephone hath received among the dead. | Tomb, bridal-chamber, deep-dug eternal prison where I go to find my own, whom in the greatest numbers destruction has seized and Persephone has welcomed among the dead.

Source

Greek Monolingual

η / φοῡκτα, ΝΜ, και φούχτα και φούκτα Ν
η παλάμη του χεριού μισόκλειστη, το κοίλο του χεριού
νεοελλ.
1. η ποσότητα που χωράει στην παλάμη του χεριού («μια χούφτα ρύζι»)
2. πολύ μικρός αριθμός («μια χούφτα άνθρωποι»)
3. λαβή, ιδίως σπαθιού («και συ σπαθί μου δαμασκί με τη χρυσή τη χούφτα», δημ. τραγούδι).
[ΕΤΥΜΟΛ. Οι τ. φούχτα / φοῦκτα έχουν προέλθει, κατά μία άποψη, από το αρχ. πυκτή «πίνακας που διπλώνεται, δίπτυχο», με τροπή τών π- και -κ- στα αντίστοιχα εκφραστικά διαρκή τριβόμενα σύμφωνα φ- και -χ- και του -υ- σε -ου- (πρβλ. ξυράφι: ξουράφι). Εξάλλου, ο τ. χούφτα έχει σχηματιστεί με αντιμετάθεση από τον τ. φούχτα (πρβλ. φαλάκρα: καράφλα). Κατ'άλλους, ο τ. φοῦκτα έχει προκύψει υποχωρητικά από το ρ. φουκτίζω /φουχτίζω (πρβλ. μαγαρίζω: μαγάρα)].