τέντα
From LSJ
Οὕτως ἔδειξέν μοι κύριος καὶ ἰδοὺ ἐπιγονὴ ἀκρίδων ἐρχομένη ἑωθινή, καὶ ἰδοὺ βροῦχος εἷς Γωγ ὁ βασιλεύς (Amos 7:1) → Thus the Lord showed me and look, early-morning offspring of locusts coming, and look, one locust-larva: Gog the king.
Greek Monolingual
(I)
οι, Ν
εθνολ. λαός της ανατολικής και κεντρικής Σαχάρας.———————— (II)
η, ΝΜ, και τένδα Μ
1. σκηνή για προσωρινή διαμονή στο ύπαιθρο
2. (ειδικά) η στρατιωτική σκηνή, αντίσκηνο
νεοελλ.
1. προπέτασμα από χοντρό ύφασμα που χρησιμοποιείται για την προφύλαξη ανοιχτών χώρων από τον ήλιο, τον άνεμο ή τη βροχή
2. (ως επίρρ.) τέντα
ορθάνοιχτα, τελείως ανοιχτά («άφησε την πόρτα τέντα και κρύωσα»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. tenda < ρ. tendo «εκτείνω, τεντώνω»].