ὑποκηρύσσω
ἐν μὲν γὰρ εἰρήνῃ καὶ ἀγαθοῖς πράγμασιν αἵ τε πόλεις καὶ οἱ ἰδιῶται ἀμείνους τὰς γνώμας ἔχουσι διὰ τὸ μὴ ἐς ἀκουσίους ἀνάγκας πίπτειν → in peace and prosperity states and individuals have better sentiments, because they do not find themselves suddenly confronted with imperious necessities
English (LSJ)
A proclaim by herald, c. inf. fut., PRev.Laws53.18 (iii B. C.), cf. AB312:—Med., have a thing proclaimed or cried, esp. for sale, Aeschin.3.41; σεαυτὸν ὑ. εἰς πάντας advertising yourself, Pl. Prt.349a; σιωπὴν ὑ. D.H.9.48: c. acc. et inf., J.AJ3.6.1.
German (Pape)
[Seite 1220] att. -ττω, gew. im med., durch den Herold od. Ausrufer öffentlich bekannt machen od. ausrufen lassen, Poll. 4, 94; dah. zum Verkauf öffentlich feil bieten lassen, Plat. Prot. 348 e; Aesch. 3, 41; vgl. B. A. 312 u. Phot.
French (Bailly abrégé)
faire vendre par un crieur, mettre en vente;
Moy. ὑποκηρύσσομαι;
1 m. sign.
2 faire publier ou commander par la voix du héraut ; proclamer publiquement.
Étymologie: ὑπό, κηρύσσω.
Greek Monolingual
και αττ. τ. ὑποκηρύττω Α κηρύσσω
1. διακηρύσσω, αναγγέλλω με κήρυκα («ὑπεκήρυξε
τὸ ὑπὸ τῷ κήρυκι τῷ δημοσίῳ στῆναι καὶ ποιῆσαί τι διὰ τοῡ κήρυκος φανερῶς», Ανέκδοτα Βεκκήρου)
2. μέσ. ὑποκηρύσσομαι
εκθέτω κάτι σε δημοπρασία με κήρυκα («ὑποκηρυξάμενοί τινες τοὺς ἑαυτῶν οἰκέτας ἀφίεσαν ἀπελευθέρους», Αισχίν.).